Καταστολή στα αγγλικά
Μετάφραση: καταστολή, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suppression, repression, suppress, suppressing, depression
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: καταστολή
repression
- καταστολή
- κατάπνιξη
Σχετικές λέξεις: καταστολή
καταστολή σμηνουργίας, καταστολή ασθενούς, καταστολή στην εντατική, καταστολή βικιλεξικό, καταστολή λεξικό, καταστολή λεξικό γλώσσας αγγλικά, καταστολή στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- κατασταλαγμένος στα αγγλικά - confirmed, the clarified
- καταστατικό στα αγγλικά - charter, statute, articles of association, Statute, statutes, association, of association
- καταστρέφω στα αγγλικά - devastate, ravage, disrupt, annihilate, destroy, deflower, deface, ...
- καταστρεπτικός στα αγγλικά - devastating, destructive, disastrous, calamitous, catastrophic
Τυχαίες λέξεις
Καταστολή στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: suppression, repression, suppress, suppressing, depression
Μεταφράσεις: suppression, repression, suppress, suppressing, depression