Κατοικώ στα αγγλικά

Μετάφραση: κατοικώ, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dwell, inhabit, live, populate, reside
Κατοικώ στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: κατοικώ

live
  • ζω
  • κατοικώ
  • διαμένω
  • μένω
room
  • κατοικώ
abide
  • παραμένω πιστός
  • εμμένω
  • περιμένω
  • αναμένω
  • αντέχω
  • κατοικώ
dwell
  • κατοικώ
  • ζω
lodge
  • καταλύω
  • διαμένω
  • τοποθετώ
  • κατοικώ
occupy
  • ασχολούμαι
  • απασχολώ
  • κατοικώ
  • καταλαμβάνω
  • κατέχω
reside
  • διαμένω
  • εδρεύω
  • κατοικώ
inhabit
  • κατοικώ
  • ζω
populate
  • οικίζω
  • κατοικώ

Σχετικές λέξεις: κατοικώ

κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ λεξικό γλώσσας αγγλικά, κατοικώ στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • κατοικίδιος στα αγγλικά - domestic, domesticated
  • κατοικημένος στα αγγλικά - residential, inhabited, populated, inhabited in
  • κατολίσθηση στα αγγλικά - landslide, sliding, a landslide, landslip, avalanche
  • κατορθώνω στα αγγλικά - attain, achieve, put over, succeed in, mystified, I manage, mystified as
Τυχαίες λέξεις
Κατοικώ στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: dwell, inhabit, live, populate, reside