Κλιμάκωση στα αγγλικά

Μετάφραση: κλιμάκωση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
escalation, scale, gradation, scaling, escalating, escalation of
Κλιμάκωση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: κλιμάκωση

gradation
  • διαβάθμιση
  • κλιμάκωση
escalation
  • κλιμάκωση

Σχετικές λέξεις: κλιμάκωση

κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2013, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση συνώνυμο, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2011, κλιμάκωση λεξικό γλώσσας αγγλικά, κλιμάκωση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • κλητεύω στα αγγλικά - arraign, subpoena, cite, summon
  • κλικ στα αγγλικά - click, clicking, clicks, click on
  • κλιμακώνομαι στα αγγλικά - escalate, escalates, staggered, scaled, staggers
  • κλινική στα αγγλικά - clinic, clinical, a clinical, clinically, the clinical
Τυχαίες λέξεις
Κλιμάκωση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: escalation, scale, gradation, scaling, escalating, escalation of