Κοπιαστικός στα αγγλικά

Μετάφραση: κοπιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
laborious, painstaking, fatiguing, cumbersome, troublesome
Κοπιαστικός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: κοπιαστικός

fatiguing
  • κοπιαστικός
laborious
  • κοπιώδης
  • επίπονος
  • φίλεργος
  • κοπιαστικός

Σχετικές λέξεις: κοπιαστικός

κοπιαστικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, κοπιαστικός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • κοπανίζω στα αγγλικά - pound, thwack, maul, bray, thrash
  • κοπιάζω στα αγγλικά - labour, moil
  • κοπριά στα αγγλικά - manure, muck, dung, slurry, manure is
  • κοράλλι στα αγγλικά - coral
Τυχαίες λέξεις
Κοπιαστικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: laborious, painstaking, fatiguing, cumbersome, troublesome