Κυριολεκτικός στα αγγλικά

Μετάφραση: κυριολεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
literal, the literal
Κυριολεκτικός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: κυριολεκτικός

literal
  • κατά γράμμα
  • κυριολεκτικός

Σχετικές λέξεις: κυριολεκτικός

κυριολεκτικός στα αγγλικά, κυριολεκτικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, κυριολεκτικός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • κυριαρχώ στα αγγλικά - dominate, overmaster, predominate, prevail
  • κυριολεκτικά στα αγγλικά - literally, virtually, quite literally, are literally, is literally
  • κυριότερος στα αγγλικά - main, principal, major, most important
  • κυρτός στα αγγλικά - bent, convex, curved, crooked, warped
Τυχαίες λέξεις
Κυριολεκτικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: literal, the literal