Κόπωση στα αγγλικά

Μετάφραση: κόπωση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fatigue, tiredness, weariness, tired
Κόπωση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: κόπωση

weariness
  • κούραση
  • κόπωση
  • ανιαρότης
  • ανιαρότητα

Σχετικές λέξεις: κόπωση

κόπωση συμπτώματα, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση και δέκατα, κόπωση υλικών, κόπωση και υπνηλία, κόπωση λεξικό γλώσσας αγγλικά, κόπωση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • κόπος στα αγγλικά - toil, bother, fatigue, labor, moil, trouble
  • κόπρανα στα αγγλικά - excrement, stool, faeces, stools, feces
  • κόρα στα αγγλικά - crust, crusts, the crust, crust of
  • κόρη στα αγγλικά - daughter, girl, maiden, her daughter, daughter of
Τυχαίες λέξεις
Κόπωση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: fatigue, tiredness, weariness, tired