Λεηλασία στα αγγλικά

Μετάφραση: λεηλασία, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
depredation, sacking, sack, pillage, plunder
Λεηλασία στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: λεηλασία

sack
  • λεηλασία
  • σάκος
  • τσουβάλι
  • σάκκος
  • είδος οίνου
rapine
  • λεηλασία
  • αρπαγή
pillage
  • λεηλασία
  • λεία
plunder
  • λεηλασία
  • αρπαγή
  • λάφυρο
sacking
  • λεηλασία
depredation
  • λεηλασία
  • αρπαγή
  • διαρπαγή

Σχετικές λέξεις: λεηλασία

λεηλασία φρονημάτων, λεηλασία συνώνυμο, λεηλασία του χρόνου, λεηλασία μιας ζωής, λεηλασία στα αγγλικά, λεηλασία λεξικό γλώσσας αγγλικά, λεηλασία στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • λεγεώνα στα αγγλικά - legion, legion of, the Legion, his legion, legion was
  • λεζάντα στα αγγλικά - caption, legend, the legend, a caption, caption to
  • λεηλατώ στα αγγλικά - plunder, loot, ransack, foray, rummage, despoil
  • λειαίνω στα αγγλικά - abrade, planish, slick, sleek
Τυχαίες λέξεις
Λεηλασία στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: depredation, sacking, sack, pillage, plunder