Λεξικό στα αγγλικά
Μετάφραση: λεξικό, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dictionary, lexicon, the dictionary
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: λεξικό
lexicon
- λεξικό
- λεξιλόγιο
- λεξικό
- λεξικό
Σχετικές λέξεις: λεξικό
λεξικό δημητράκου, λεξικό λογοτεχνικών όρων, λεξικό οικονομικών όρων, λεξικό συνωνύμων, λεξικό αγγλικών, λεξικό λεξικό γλώσσας αγγλικά, λεξικό στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- λεμφικός στα αγγλικά - lymphatic, lymphoid, lymph
- λεμόνι στα αγγλικά - lemon, of lemon, lemon juice, a lemon
- λεξιλόγιο στα αγγλικά - vocabulary, vocabulary of, glossary, the vocabulary
- λεονταρισμοί στα αγγλικά - bravado, blustering
Τυχαίες λέξεις
Λεξικό στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: dictionary, lexicon, the dictionary
Μεταφράσεις: dictionary, lexicon, the dictionary