Λιπαντικό στα αγγλικά

Μετάφραση: λιπαντικό, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lubricant, grease, lubricating, oil, a lubricant
Λιπαντικό στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: λιπαντικό

grease
  • γράσο
  • λίπος
  • λιπαντικό
  • λιπαρά αλοιφή
  • λιπαρή αλοιφή

Σχετικές λέξεις: λιπαντικό

λιπαντικα super dynamic extra diesel, λιπαντικό αλυσίδασ, λιπαντικό κ-υ, λιπαντικό αλυσίδας ποδηλάτου, λιπαντικό αλυσίδας μοτοσυκλέτας, λιπαντικό λεξικό γλώσσας αγγλικά, λιπαντικό στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • λινός στα αγγλικά - linen, cambric, Linos
  • λιπαίνω στα αγγλικά - fertilise, fertilize, lubricate, manure, I replace, to fertilize
  • λιπαρός στα αγγλικά - greasy, fatty, oily, unctuous, tallowy
  • λιποθυμώ στα αγγλικά - faint, swoon, black out, pass out, PegZ
Τυχαίες λέξεις
Λιπαντικό στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: lubricant, grease, lubricating, oil, a lubricant