Λιποθυμώ στα αγγλικά

Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
faint, swoon, black out, pass out, PegZ
Λιποθυμώ στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: λιποθυμώ

faint
  • λιποθυμώ
  • σβήνω
swoon
  • λιποθυμώ

Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ

λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας αγγλικά, λιποθυμώ στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • λιπαντικό στα αγγλικά - lubricant, grease, lubricating, oil, a lubricant
  • λιπαρός στα αγγλικά - greasy, fatty, oily, unctuous, tallowy
  • λιρέτα στα αγγλικά - lira
  • λιτός στα αγγλικά - terse, abstemious, frugal, thrifty, austere, spare
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: faint, swoon, black out, pass out, PegZ