Οικείος στα αγγλικά

Μετάφραση: οικείος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intimate, familiar, concerned, in question, concerned is
Οικείος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: οικείος

familiar
  • οικείος
  • συνήθης
intimate
  • έμπιστος
  • πολύ στενός
  • οικείος
  • ενδόμυχος

Σχετικές λέξεις: οικείος

οικείος ορισμός, οικείος δικηγορικός σύλλογος, οικείος δαίμονας, οικείος συνώνυμα, οικείος ετυμολογία, οικείος λεξικό γλώσσας αγγλικά, οικείος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • οδύνη στα αγγλικά - grief, anguish, affliction, suffering, pain, distress
  • οθόνη στα αγγλικά - display, monitor, screen, the screen
  • οικειοποιούμαι στα αγγλικά - appropriate, oikeiopoioumai
  • οικειότητα στα αγγλικά - familiarity, intimacy, familiar, intimate, intimacy of
Τυχαίες λέξεις
Οικείος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: intimate, familiar, concerned, in question, concerned is