Οικιστικός στα αγγλικά
Μετάφραση: οικιστικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
residential, Residential
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικιστικός
οικιστικός νόμος 1337/83, οικιστικός ιστός, οικιστικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, οικιστικός στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- οικισμός στα αγγλικά - settlement, village, agglomeration, settlement of, a settlement
- οικιστής στα αγγλικά - settler, founder, inhabitant, oikistes, the founder
- οικογένεια στα αγγλικά - household, family, pedigree, family of, the family, families
- οικοδέσποινα στα αγγλικά - hostess, matron, landlady, host, a hostess
Τυχαίες λέξεις
Οικιστικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: residential, Residential
Μεταφράσεις: residential, Residential