Οξυδέρκεια στα αγγλικά

Μετάφραση: οξυδέρκεια, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sharpness, acuity, insight, perspicacity, acumen, discernment
Οξυδέρκεια στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: οξυδέρκεια

insight
  • διορατικότητα
  • επίγνωση
  • ενόραση
  • οξυδέρκεια
perspicacity
  • οξυδέρκεια
  • διορατικότης

Σχετικές λέξεις: οξυδέρκεια

οξυδέρκεια ορισμός, οξυδέρκεια συνώνυμα, οξυδέρκεια λεξικο, οξυδέρκεια ετυμολογία, οξυδέρκεια σημασία, οξυδέρκεια λεξικό γλώσσας αγγλικά, οξυδέρκεια στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • οξυγονοκολλώ στα αγγλικά - weld, oxygonokollo
  • οξυγόνωση στα αγγλικά - oxygenation, oxygen, oxygenation of, oxygenate, oxygenating
  • οξυδερκής στα αγγλικά - sharp, keen, acute, perceptive, perspicacious, statesmanlike, farsighted, ...
  • οξύ στα αγγλικά - acid, acid is
Τυχαίες λέξεις
Οξυδέρκεια στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: sharpness, acuity, insight, perspicacity, acumen, discernment