Ορμέμφυτος στα αγγλικά

Μετάφραση: ορμέμφυτος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impulsive, instinctive
Ορμέμφυτος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ορμέμφυτος

instinctive
  • ενστικτώδης
  • έμφυτος
  • ορμέμφυτος

Σχετικές λέξεις: ορμέμφυτος

ορμέμφυτος λεξικό γλώσσας αγγλικά, ορμέμφυτος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ορκίζομαι στα αγγλικά - vow, sworn, swear, I swear, I swear to, I swear I, I vow
  • ορκισμένος στα αγγλικά - sworn, avowed, an avowed, a sworn, vowed
  • ορμή στα αγγλικά - impact, impetuosity, rush, impulse, momentum, impetus, urge, ...
  • ορμητικός στα αγγλικά - impetuous, brash, impulsive, dashing, heady
Τυχαίες λέξεις
Ορμέμφυτος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: impulsive, instinctive