Ορμή στα αγγλικά
Μετάφραση: ορμή, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impact, impetuosity, rush, impulse, momentum, impetus, urge, brunt
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ορμή
dash
- παύλα
- εξόρμηση
- έφοδος
- αγώνας δρόμου
- στάλα
- ορμή
- ορμή
- ζήλος
- ενθουσιασμός
- βιασύνη
- ορμή
- βία
- σπάρτο
- βούρλο
- ορμή
- παρακίνηση
- προτροπή
- ορμή
- μεγάλη ορμή
- μέγιστη βάρος
- ώθηση
- ορμή
- φόρα
- όρεξη
- ορμή
- ορμή
- ταχύτητα κίνησης
- ορμή κίνησης
- ορμή
- σφοδρότητα
- σφοδρότης
- σφοδρότητα
- ορμή
- σφοδρότης
- ορμή
- βιά
- σπουδή
- ορμή
- βία
Σχετικές λέξεις: ορμή
ορμή στα αγγλικά, ορμή συστήματος σωμάτων, ορμή ορισμός, ορμή ασκήσεις, ορμή φροντιστήριο, ορμή λεξικό γλώσσας αγγλικά, ορμή στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ορκισμένος στα αγγλικά - sworn, avowed, an avowed, a sworn, vowed
- ορμέμφυτος στα αγγλικά - impulsive, instinctive
- ορμητικός στα αγγλικά - impetuous, brash, impulsive, dashing, heady
- ορμόνη στα αγγλικά - hormone, hormone is, stimulating hormone
Τυχαίες λέξεις
Ορμή στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: impact, impetuosity, rush, impulse, momentum, impetus, urge, brunt
Μεταφράσεις: impact, impetuosity, rush, impulse, momentum, impetus, urge, brunt