Ουσιώδης στα αγγλικά
Μετάφραση: ουσιώδης, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
indispensable, fundamental, essential, vital, substantial, material, an essential
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ουσιώδης
main
- κύριος
- ουσιώδης
- πρωτεύων
- σημαντικός
- ουσιώδης
- υλικός
- ουσιώδης
- ουσιαστικός
- χορταστικός
- ουσιώδης
Σχετικές λέξεις: ουσιώδης
ουσιώδης αγγλικά, ουσιώδης πρωτοι συνεπαγωγοι, ουσιώδησ τύποσ, ουσιώδης πλάνη, ουσιώδης συνώνυμα, ουσιώδης λεξικό γλώσσας αγγλικά, ουσιώδης στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ουσιαστικό στα αγγλικά - substantive, noun, essential, substantial, an essential
- ουσιαστικός στα αγγλικά - substantial, substantive, essential, effective, an essential
- οφείλω στα αγγλικά - owe, I, I have, I owe, I must
- οφθαλμός στα αγγλικά - eye, bud, eye is, eye of
Τυχαίες λέξεις
Ουσιώδης στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: indispensable, fundamental, essential, vital, substantial, material, an essential
Μεταφράσεις: indispensable, fundamental, essential, vital, substantial, material, an essential