Παθητικό στα αγγλικά
Μετάφραση: παθητικό, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
liability, liabilities, passive, a passive, liabilities side
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: παθητικό
liability
- ευθύνη
- υπόκυψη
- παθητικό
- υποχρεώσεις
- παθητικό
Σχετικές λέξεις: παθητικό
παθητικό κάπνισμα, παθητικό σπίτι στην ελλάδα, παθητικό σπίτι, παθητικό εισόδημα, παθητικό κάπνισμα επιπτώσεις, παθητικό λεξικό γλώσσας αγγλικά, παθητικό στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- παθαίνω στα αγγλικά - suffer, I get
- παθητικά στα αγγλικά - passively, passive
- παθητικός στα αγγλικά - passive, a passive, passive one
- παθιασμένος στα αγγλικά - passionate, fiery, impassioned, obsessed, passionate about, a passionate
Τυχαίες λέξεις
Παθητικό στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: liability, liabilities, passive, a passive, liabilities side
Μεταφράσεις: liability, liabilities, passive, a passive, liabilities side