Πεισματικά στα αγγλικά
Μετάφραση: πεισματικά, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stubbornly, obstinately, doggedly, persistently, willfully
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεισματικά
πεισματικά λεξικό γλώσσας αγγλικά, πεισματικά στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- πειρατής στα αγγλικά - pirate, buccaneer, filibuster, a pirate
- πεισματάρης στα αγγλικά - obstinate, stubborn, ornery, bullheaded, spiteful
- πεισμωμένος στα αγγλικά - obstinate, peismomenos
- πειστήριο στα αγγλικά - proof, exhibit, testimony, evidentiary item
Τυχαίες λέξεις
Πεισματικά στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: stubbornly, obstinately, doggedly, persistently, willfully
Μεταφράσεις: stubbornly, obstinately, doggedly, persistently, willfully