Πειστήριο στα αγγλικά

Μετάφραση: πειστήριο, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
proof, exhibit, testimony, evidentiary item
Πειστήριο στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: πειστήριο

proof
  • απόδειξη
  • πειστήριο
  • δοκιμή
  • δοκίμιο
  • δοκιμασία
  • έλεγχος
exhibit
  • έκθεμα
  • πειστήριο

Σχετικές λέξεις: πειστήριο

πειστήριο συνώνυμα, πειστήριο λεξικό γλώσσας αγγλικά, πειστήριο στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • πεισματικά στα αγγλικά - stubbornly, obstinately, doggedly, persistently, willfully
  • πεισμωμένος στα αγγλικά - obstinate, peismomenos
  • πειστικός στα αγγλικά - conclusive, convincing, persuasive, cogent, suasive
  • πελάτης στα αγγλικά - client, customer, guest, a guest, a guest at
Τυχαίες λέξεις
Πειστήριο στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: proof, exhibit, testimony, evidentiary item