Περιορίζω στα αγγλικά

Μετάφραση: περιορίζω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
limit, restrict, reduce, confine, inhibit, stint, cut down, abridge, constrict
Περιορίζω στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: περιορίζω

crib
  • κλέπτω
  • περιορίζω
  • κλοπηώ
cramp
  • προξενώ σπασμούς
  • περιορίζω
  • προκαλώ κράμπα
  • σφίγγω
limit
  • περιορίζω
  • συμπτύσσω
scant
  • περιστέλλω
  • περιορίζω
stint
  • περιστέλλω
  • περιορίζω
  • τσιγκουνεύομαι
reduce
  • χαμηλώνω
  • ελαττώ
  • ελαττώνω
  • περιορίζω
  • μετατρέπω
  • περιστέλλω
scotch
  • εγκόπτω
  • καθιστώ αβλαβή
  • περιορίζω
  • πληγώνω
abridge
  • μειώνω
  • περικόπτω
  • περιορίζω
  • συντέμνω
  • βραχύνω
  • συντομεύω
confine
  • εγκλείω
  • περιορίζω
  • φυλακίζω
contain
  • περιέχω
  • αναχαιτίζω
  • διαιρούμαι
  • περικλείω
  • περιλαμβάνω
  • περιορίζω
localise
  • εντοπίζω
  • περιορίζω
localize
  • εντοπίζω
  • περιορίζω
minimize
  • σμικροποιώ
  • υποτιμώ
  • περιορίζω
  • μειώνω στο ελάχιστο
  • ελαττώνω
restrict
  • περιορίζω
  • περιστέλλω
straiten
  • στενεύω
  • στενοχωρώ
  • περιορίζω
constrict
  • σφίγγω
  • συσφίγγω
  • περιορίζω
  • στενεύω
circumscribe
  • γράφω πέριξ
  • καθορίζω τα όρια
  • περιγράφω
  • περιορίζω

Σχετικές λέξεις: περιορίζω

περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω translate, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω λεξικό γλώσσας αγγλικά, περιορίζω στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • περιοδικά στα αγγλικά - occasionally, periodically, magazines, journals, periodicals, periodic
  • περιοδικό στα αγγλικά - magazine, journal, periodic, the journal, periodical
  • περιορισμένος στα αγγλικά - finite, restricted, confined, limited, a limited
  • περιορισμός στα αγγλικά - restriction, limitation, constraint, containment, restraint
Τυχαίες λέξεις
Περιορίζω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: limit, restrict, reduce, confine, inhibit, stint, cut down, abridge, constrict