Περιορισμένος στα αγγλικά
Μετάφραση: περιορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
finite, restricted, confined, limited, a limited
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: περιορισμένος
pent
- έγκλειστος
- περιορισμένος
- νωθρός
- ηλίθιος
- στενόχωρος
- περιορισμένος
- δεμένος
- περιορισμένος
- προωρισμένος
- πεπερασμένος
- περιορισμένος
- τετελεσμένος
- περιορισμένος
- αρμόδιος
- έχων τα προσόντα
- επιφυλακτικός
- περιορισμένος
- πτυχιούχος
- τροποποιημένος
- περιορισμένος
Σχετικές λέξεις: περιορισμένος
περιορισμένος αριθμός εκκαθαρίσεων, περιορισμένος english, περιορισμένος συνώνυμα, περιορισμένος χρόνος, περιορισμένος λεξικό γλώσσας αγγλικά, περιορισμένος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- περιοδικό στα αγγλικά - magazine, journal, periodic, the journal, periodical
- περιορίζω στα αγγλικά - limit, restrict, reduce, confine, inhibit, stint, cut down, ...
- περιορισμός στα αγγλικά - restriction, limitation, constraint, containment, restraint
- περιουσία στα αγγλικά - possessions, estate, property, fortune, wealth, assets
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμένος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: finite, restricted, confined, limited, a limited
Μεταφράσεις: finite, restricted, confined, limited, a limited