Περιστολή στα αγγλικά
Μετάφραση: περιστολή, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reduction, limitation, restriction, containment, cutting, curb, curtailment
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιστολή
περιστολή ετυμολογία, περιστολή δημοσίων δαπανών ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις, περιστολή λεξικό, περιστολή συνώνυμο, περιστολή συνώνυμα, περιστολή λεξικό γλώσσας αγγλικά, περιστολή στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- περιστατικό στα αγγλικά - incident, case, occurrence, instance, circumstance, event
- περιστεράκι στα αγγλικά - squab
- περιστρέφομαι στα αγγλικά - rotate, revolve, spin, gyrate, slew, slue
- περιστρέφω στα αγγλικά - rotate, revolve, slue, slew
Τυχαίες λέξεις
Περιστολή στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: reduction, limitation, restriction, containment, cutting, curb, curtailment
Μεταφράσεις: reduction, limitation, restriction, containment, cutting, curb, curtailment