Προαίρεση στα αγγλικά
Μετάφραση: προαίρεση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intention, will, option, discretion, accord, option to, an option
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: προαίρεση
accord
- συμφωνία
- προαίρεση
- επιλογή
- δικαίωμα εκλογής
- δικαίωμα αγοραπωλησίας
- προαίρεση
- διακριτικότητα
- προαίρεση
- σύνεση
- εχεμύθεια
Σχετικές λέξεις: προαίρεση
προαίρεση σύμβασης, προαίρεση ετυμολογία, προαίρεση βικιπαιδεια, κακή προαίρεση, καλή προαίρεση, προαίρεση λεξικό γλώσσας αγγλικά, προαίρεση στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- προέλευση στα αγγλικά - provenance, origin, source, origination, origin of
- προέρχομαι στα αγγλικά - germinate, descend, derive, originate, come from, emanate, come, ...
- προαγωγή στα αγγλικά - promotion, advancement, promote, promoting, promotion of
- προαύλιο στα αγγλικά - yard, forecourt, court, courtyard, the courtyard
Τυχαίες λέξεις
Προαίρεση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: intention, will, option, discretion, accord, option to, an option
Μεταφράσεις: intention, will, option, discretion, accord, option to, an option