Προικοδότηση στα αγγλικά
Μετάφραση: προικοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
endowment, endowing, allocation for, endowment of, allocation of EUR
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: προικοδότηση
endowment
- προικοδότηση
Σχετικές λέξεις: προικοδότηση
προικοδότηση ε1, προικοδότηση αεροποριας, προικοδότηση αστυνομικων 2014, προικοδότηση αστυνομικων 2013, προικοδότηση πολεμικου ναυτικου, προικοδότηση λεξικό γλώσσας αγγλικά, προικοδότηση στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- προικίζω στα αγγλικά - endow, dower, indue
- προικισμένος στα αγγλικά - talented, gifted, endowed, a gifted, blessed
- προκαλώ στα αγγλικά - provoke, cause, challenge, induce, dare, defy, beget
- προκατάληψη στα αγγλικά - bias, preconception, prejudice, prejudices
Τυχαίες λέξεις
Προικοδότηση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: endowment, endowing, allocation for, endowment of, allocation of EUR
Μεταφράσεις: endowment, endowing, allocation for, endowment of, allocation of EUR