Σκλαβώνω στα αγγλικά

Μετάφραση: σκλαβώνω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enslave, enslaves, enslaved, imprisons, is enslaved
Σκλαβώνω στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκλαβώνω

σκλαβώνω συνώνυμα, σκλαβώνω λεξικό γλώσσας αγγλικά, σκλαβώνω στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • σκλήθρα στα αγγλικά - sliver, splinter, slither, alder wood, alder, alders
  • σκλαβιά στα αγγλικά - slavery, servitude, enslavement, bondage, of slavery
  • σκληραίνω στα αγγλικά - temper, toughen, harden
  • σκληροτράχηλος στα αγγλικά - tough, refractory
Τυχαίες λέξεις
Σκλαβώνω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: enslave, enslaves, enslaved, imprisons, is enslaved