Στερέωση στα αγγλικά

Μετάφραση: στερέωση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fixing, fastening, fixation, securing, mounting
Στερέωση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: στερέωση

fixation
  • στερέωση
  • στερέωμα
fastening
  • στερέωση
  • πρόσδεση
  • δέσιμο
  • στερέωμα
  • πιάσιμο

Σχετικές λέξεις: στερέωση

στερέωση σε γυψοσανίδα, στερέωση τεχνικό γραφείο, στερέωση λεξικό γλώσσας αγγλικά, στερέωση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • στενός στα αγγλικά - narrow, intimate, tight, close, a close, closely
  • στενόχωρος στα αγγλικά - cramped, uncomfortable, poky, strait, embarrassing, inconvenient
  • στερεοτυπία στα αγγλικά - stereotype, stereotypy, stereotypy are
  • στερεοτυπώ στα αγγλικά - stereotype
Τυχαίες λέξεις
Στερέωση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: fixing, fastening, fixation, securing, mounting