Συνδρομή στα αγγλικά

Μετάφραση: συνδρομή, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
subscription, assistance, contribution, aid, support
Συνδρομή στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: συνδρομή

conjunction
  • σύνδεση
  • σύνδεσμος
  • συνδρομή
  • συνδετική λέξη
  • συρροή
  • σύζευξη
subscription
  • συνδρομή
  • εγγραφή
  • υπογραφή

Σχετικές λέξεις: συνδρομή

συνδρομή εβεα, συνδρομή νόμος, συνδρομή μετάφραση στα αγγλικά, συνδρομή holmes place, συνδρομή nova, συνδρομή λεξικό γλώσσας αγγλικά, συνδρομή στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • συνδετήρας στα αγγλικά - clip, staple, fastener, stapler, connector, ligand
  • συνδετικός στα αγγλικά - connective, connecting, conjunctive, ligamentous, copulative
  • συνδρομητής στα αγγλικά - subscriber, subscribe, a subscriber, subscribed, subscribers
  • συνδυάζω στα αγγλικά - combine, blend, I combine, combine it
Τυχαίες λέξεις
Συνδρομή στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: subscription, assistance, contribution, aid, support