Συνδρομητής στα αγγλικά
Μετάφραση: συνδρομητής, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
subscriber, subscribe, a subscriber, subscribed, subscribers
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: συνδρομητής
subscriber
- συνδρομητής
Σχετικές λέξεις: συνδρομητής
συνδρομητής nova, συνδρομητής λεξικό, συνδρομητής αγγλικά, συνδρομητής cosmote, συνδρομητής λεξικό γλώσσας αγγλικά, συνδρομητής στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- συνδετικός στα αγγλικά - connective, connecting, conjunctive, ligamentous, copulative
- συνδρομή στα αγγλικά - subscription, assistance, contribution, aid, support
- συνδυάζω στα αγγλικά - combine, blend, I combine, combine it
- συνδυασμός στα αγγλικά - combination, combine, combination of, a combination, a combination of
Τυχαίες λέξεις
Συνδρομητής στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: subscriber, subscribe, a subscriber, subscribed, subscribers
Μεταφράσεις: subscriber, subscribe, a subscriber, subscribed, subscribers