Συνεισφορά στα αγγλικά
Μετάφραση: συνεισφορά, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contribution, contribution to, contributions, contribution of, contribution from
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: συνεισφορά
contribution
- συνεισφορά
- συμβολή
- εισφορά
- συνεργασία
- άρθρο
Σχετικές λέξεις: συνεισφορά
συνεισφορά των εφοπλιστών, συνεισφορά σημασια, συνεισφορά κληρονομικό δίκαιο, συνεισφορά translation, συνεισφορά συνώνυμο, συνεισφορά λεξικό γλώσσας αγγλικά, συνεισφορά στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- συνειδητά στα αγγλικά - consciously, deliberately, conscious, knowingly, a conscious
- συνεισφέρω στα αγγλικά - contribute, subscribe, chip in, my contribution, I contribute
- συνενώνω στα αγγλικά - join, unite, conglomerate, merge
- συνεπάγομαι στα αγγλικά - entail, imply, necessitate
Τυχαίες λέξεις
Συνεισφορά στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: contribution, contribution to, contributions, contribution of, contribution from
Μεταφράσεις: contribution, contribution to, contributions, contribution of, contribution from