Υποχρεώνω στα αγγλικά

Μετάφραση: υποχρεώνω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
oblige, obligate, compel
Υποχρεώνω στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: υποχρεώνω

bind
  • δένω
  • δεσμεύω
  • αναλαμβάνω υποχρέωση
  • υποχρεώνω
  • κλείνω συμφωνία
compel
  • αναγκάζω
  • βιάζω
  • εξωθώ
  • καταναγκάζω
  • υποχρεώνω
oblige
  • εξυπηρετώ
  • υποχρεώνω
obligate
  • υποχρεώνω
  • αναγκάζω

Σχετικές λέξεις: υποχρεώνω

υποχρεώνω αντώνυμο, υποχρεώνω αγγλικα, υποχρεώνω συνώνυμο, υποχρεώνω συνώνυμα, υποχρεώνω μετάφραση, υποχρεώνω λεξικό γλώσσας αγγλικά, υποχρεώνω στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • υποχρέωση στα αγγλικά - obligation, commitment, obligation to, requirement, an obligation
  • υποχρεωτικός στα αγγλικά - compulsory, obligatory, mandatory, binding, statutory
  • υποχωρητικός στα αγγλικά - yielding, compliant, recessive, pliable
  • υποχωρώ στα αγγλικά - flinch, ebb, recede, subside, retreat, relent, back down, ...
Τυχαίες λέξεις
Υποχρεώνω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: oblige, obligate, compel