Αμείβω στα αλβανικά

Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpërblej, të shpërblej, shpërblejmë, shpërbleni, ta shpërbleni
Αμείβω στα αλβανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμείβω

αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας αλβανικά, αμείβω στα αλβανικά

Μεταφράσεις

  • αμβλύς στα αλβανικά - e shurdhër, shurdhër, të shurdhër, mërzitshëm, i mërzitshëm
  • αμβροσία στα αλβανικά - ambrosia
  • αμελητέος στα αλβανικά - i papërfillshëm, papërfillshme, papërfillshëm, të papërfillshme, e papërfillshme
  • αμελώ στα αλβανικά - pajis keq, e pajis keq, të pajis keq
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: shpërblej, të shpërblej, shpërblejmë, shpërbleni, ta shpërbleni