Αμύνομαι στα αλβανικά

Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
të mbrojtur, mbrojtur, mbrojë, mbroj, mbrojnë
Αμύνομαι στα αλβανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμύνομαι

αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας αλβανικά, αμύνομαι στα αλβανικά

Μεταφράσεις

  • αμόνι στα αλβανικά - kudhër, Anvil
  • αμύγδαλο στα αλβανικά - bajame, Almond, bajames, bajame e
  • αν στα αλβανικά - sikur, nëse, në qoftë se, qoftë se, qoftë, në qoftë
  • ανά στα αλβανικά - për, në, sipas, per, për një
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: të mbrojtur, mbrojtur, mbrojë, mbroj, mbrojnë