Διακόπτω στα αλβανικά
Μετάφραση: διακόπτω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndërpres, pushim, ndërhyj, ndërprerje, ndërpresë, të ndërpresë
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακόπτω
διακόπτω english, διακόπτω κλίση, διακόπτω συνώνυμα, διακόπτω συνώνυμο, διακόπτω στα αγγλικά, διακόπτω λεξικό γλώσσας αλβανικά, διακόπτω στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- διακυμαίνομαι στα αλβανικά - luhatet, të luhatet, luhaten, të luhaten, luhatet në
- διακόπτης στα αλβανικά - ndryshim, kaloni, switch, të kaloni, kalimi
- διακόρευση στα αλβανικά - diakorefsi
- διακύμανση στα αλβανικά - luhatje, luhatje të, luhatjen, luhatje e, lëkundje
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: ndërpres, pushim, ndërhyj, ndërprerje, ndërpresë, të ndërpresë
Μεταφράσεις: ndërpres, pushim, ndërhyj, ndërprerje, ndërpresë, të ndërpresë