Δικάζω στα αλβανικά
Μετάφραση: δικάζω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjykoj, gjykatës, gjyqtar, gjyqtari, gjykatësi, gjyqtari i
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικάζω
δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω translated, δικάζω λεξικό γλώσσας αλβανικά, δικάζω στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- διηθώ στα αλβανικά - filtër, kulloj, depërtoj, depërtojnë, depërtuar, të depërtuar, të depërtojnë
- διθυραμβικός στα αλβανικά - ditirambik
- δικαίωμα στα αλβανικά - djathtas, korrekt, drejtë, mbarë, e drejtë, të drejtë, e drejta
- δικαιοδοσία στα αλβανικά - jurisdiksion, juridiksioni, juridiksionit, juridiksion, juridiksionin
Τυχαίες λέξεις
Δικάζω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: gjykoj, gjykatës, gjyqtar, gjyqtari, gjykatësi, gjyqtari i
Μεταφράσεις: gjykoj, gjykatës, gjyqtar, gjyqtari, gjykatësi, gjyqtari i