Εγκαρτέρηση στα αλβανικά
Μετάφραση: εγκαρτέρηση, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lirim, këmbëngulje, këmbëngulja, këmbëngulje e, qëndrueshmëria, këmbëngulje të
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκαρτέρηση
εγκαρτέρηση συνώνυμα, εγκαρτέρηση λεξικό γλώσσας αλβανικά, εγκαρτέρηση στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- εγκαινιάζω στα αλβανικά - çelët, çel, përuroj, hap, inauguroj, inaugurojmë, përurojë, ...
- εγκαλώ στα αλβανικά - fajësoj, hedh në gjyq, akuzoj, paraqitet para gjyqit, nxjerrë në gjyq, padit
- εγκατάλειψη στα αλβανικά - braktisje, braktisja, braktisjen, braktisjes, braktisja e
- εγκατάσταση στα αλβανικά - instalim, instalimin, instalimit, instalimi, instalimin e
Τυχαίες λέξεις
Εγκαρτέρηση στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: lirim, këmbëngulje, këmbëngulja, këmbëngulje e, qëndrueshmëria, këmbëngulje të
Μεταφράσεις: lirim, këmbëngulje, këmbëngulja, këmbëngulje e, qëndrueshmëria, këmbëngulje të