Ενήλικας στα αλβανικά
Μετάφραση: ενήλικας, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rritur, i rritur, të rritur, rriturve, të rriturve
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενήλικας
ο ενήλικας, ενήλικας στα αγγλικα, ενήλικας κλίση, δυσλεκτικόσ ενήλικασ, ενήλικας ή ενήλικος, ενήλικας λεξικό γλώσσας αλβανικά, ενήλικας στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- ενέδρα στα αλβανικά - pritë, pritës, pritës e, prita, pritë e
- ενέργεια στα αλβανικά - veprim, veprimit, veprim i, i veprimit, Veprimi
- ενήλικος στα αλβανικά - rritur, i rritur, të rritur, rriturve, të rriturve
- ενίσχυση στα αλβανικά - përforcim, amplifikim, zgjerimi, amplifikimi, amplification
Τυχαίες λέξεις
Ενήλικας στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: rritur, i rritur, të rritur, rriturve, të rriturve
Μεταφράσεις: rritur, i rritur, të rritur, rriturve, të rriturve