Ενσαρκώνω στα αλβανικά

Μετάφραση: ενσαρκώνω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mishëruar, mishëruar, e mishëruar, inkarnuar, mishërua
Ενσαρκώνω στα αλβανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσαρκώνω

ενσαρκώνω συνώνυμα, ενσαρκώνω αγγλικά, ενσαρκώνω λεξικό γλώσσας αλβανικά, ενσαρκώνω στα αλβανικά

Μεταφράσεις

  • ενοχοποιώ στα αλβανικά - fajësoj, nënkuptoj, implikojnë, implikonte, implikojë, implikoje
  • ενσάρκωση στα αλβανικά - mishërim, mishërimi, mishërimi i, personifikim, mishërimin
  • ενσπείρω στα αλβανικά - rrënjos, rrënjosur, krijojë, të rrënjosur, rrënjosë
  • ενσταλάζω στα αλβανικά - mbush me, mbush, të mbush, të mbush me, ngjall
Τυχαίες λέξεις
Ενσαρκώνω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: i mishëruar, mishëruar, e mishëruar, inkarnuar, mishërua