Επιβλέπω στα αλβανικά
Μετάφραση: επιβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kontrolloj, drejtoj, administroj
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβλέπω
επιβάλλω αγγλικα, επιβάλλω english, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω λεξικό γλώσσας αλβανικά, επιβλέπω στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- επιβιβάζομαι στα αλβανικά - dërrasë, drejtorí, tabelë, hipi, fillojë, nisë, të fillojë, ...
- επιβιβάζω στα αλβανικά - hipi, fillojë, nisë, të fillojë, hyjë
- επιβλαβής στα αλβανικά - i dëmshëm, dëmshme, të dëmshme, e dëmshme, dëmshëm
- επιβλητικός στα αλβανικά - imponuar, imponimit, imponimin, imponimi, shqiptimit
Τυχαίες λέξεις
Επιβλέπω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: kontrolloj, drejtoj, administroj
Μεταφράσεις: kontrolloj, drejtoj, administroj