Πεινασμένος στα αλβανικά
Μετάφραση: πεινασμένος, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i uritur, uritur, të uritur, uri, uriturit
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεινασμένος
πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένοσ και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, είμαι πεινασμένοσ, πεινασμένος λεξικό γλώσσας αλβανικά, πεινασμένος στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- πειθαρχώ στα αλβανικά - disiplinë, disiplina, disiplinës, disiplinën, disiplina e
- πειθώ στα αλβανικά - mendim, bindje, bindje në, bindjes, Linje, bindja
- πεινώ στα αλβανικά - uri, uria, urisë, urie, e urisë
- πειράζω στα αλβανικά - ngas, ngacmoj, vë në lojë, bezdis, gërgas
Τυχαίες λέξεις
Πεινασμένος στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: i uritur, uritur, të uritur, uri, uriturit
Μεταφράσεις: i uritur, uritur, të uritur, uri, uriturit