Έλξη στα βουλγαρικά

Μετάφραση: έλξη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
атракция, привличане, атракцията, на забележителност, интересно място
Έλξη στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έλξη

έλξη αναφορικού, έλξη μεταξύ γυναικών, έλξη τησ τύχησ, έλξη του αναφορικού αρχαια, έλξη drs, έλξη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, έλξη στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • έλκω στα βουλγαρικά - разранявам, подлютвам, възпалявам, образувам рани, покривам се с рани
  • έλλειψη στα βουλγαρικά - недостиг, недостиг на, недостига, липса, недостигът
  • έλος στα βουλγαρικά - блато, болото, Марш, Marsh, блатна, блатото
  • έλυτρο στα βουλγαρικά - обвивка, кания, ножницата, обвивката
Τυχαίες λέξεις
Έλξη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: атракция, привличане, атракцията, на забележителност, интересно място