Αγγειακός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αγγειακός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съдов, съдова, съдовата, съдово, васкуларна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγγειακός
αγγειακός δακτύλιος, αγγειακός σπίλος, αγγειακός τόνος, αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, αγγειακόσ παρκινσονισμόσ, αγγειακός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αγγειακός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αγγαρεία στα βουλγαρικά - лорд, скучна работа, скучна, скучен
- αγγείο στα βουλγαρικά - ваза, вази, вазата, във ваза
- αγγειοπλάστης στα βουλγαρικά - грънчар, Потър, грънчарски, грънчарско
- αγγειοπλαστική στα βουλγαρικά - грънчарство, керамика, керамични съдове, съдове, глинени съдове
Τυχαίες λέξεις
Αγγειακός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: съдов, съдова, съдовата, съдово, васкуларна
Μεταφράσεις: съдов, съдова, съдовата, съдово, васкуларна