Αδίστακτος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безскрупулен, безжалостен, безмилостен, безмилостна, безмилостни
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίστακτος
αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αδίστακτος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αδέσποτος στα βουλγαρικά - безстопанствен, безпризорен
- αδίκημα στα βουλγαρικά - престъпление, нарушение, атака, деяние
- αδαής στα βουλγαρικά - неопитен, Callow, Калоу, Безсърдечният, без перушина
- αδαμαντίνη στα βουλγαρικά - емайл, емайла, емайллак, на емайла
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: безскрупулен, безжалостен, безмилостен, безмилостна, безмилостни
Μεταφράσεις: безскрупулен, безжалостен, безмилостен, безмилостна, безмилостни