Αιφνίδιος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αιφνίδιος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
внезапен, внезапно, внезапна, изведнъж, внезапното
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιφνίδιος
αιφνίδιος θάνατος 13χρονης, αιφνίδιος θάνατος στα βρέφη, αιφνίδιος θάνατος αθλητών, αιφνίδιος θάνατος του ισχυρού μηντιάρχη, αιφνίδιος θάνατος εμβρύου, αιφνίδιος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αιφνίδιος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αιτώ στα βουλγαρικά - постулат, ако искате да заявите, желаете да получите, искате да подадете заявка
- αιτών στα βουλγαρικά - кандидат, заявител, жалбоподател, запитващия
- αιφνιδιαστικά στα βουλγαρικά - внезапно, неочаквано, неочаквано се, изненадващо
- αιχμάλωτος στα βουλγαρικά - пленник, пленен, плен, в плен, собствена
Τυχαίες λέξεις
Αιφνίδιος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: внезапен, внезапно, внезапна, изведнъж, внезапното
Μεταφράσεις: внезапен, внезапно, внезапна, изведнъж, внезапното