Ακονίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ακονίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
точите, остря, изострят, се изострят, изостря, изостри
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακονίζω
ακονίζω μαχαίρια, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ακονίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ακολουθία στα βουλγαρικά - охрана, набор, свита, антураж, последователност, секвенция, поредица, ...
- ακολουθώ στα βουλγαρικά - следвам, последвам, следвайте, следват, следвате
- ακουμπώ στα βουλγαρικά - торий, докосване, докосвам, допир, докоснете, докосвайте
- ακουστική στα βουλγαρικά - акустика, акустиката, акустиката на, на акустиката
Τυχαίες λέξεις
Ακονίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: точите, остря, изострят, се изострят, изостря, изостри
Μεταφράσεις: точите, остря, изострят, се изострят, изостря, изостри