Αλάτι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αλάτι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сол, негова, соли, сол на
Αλάτι στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλάτι

αλάτι και πιπέρι, αλάτι ρίγανη θεσσαλονίκη, αλάτι και πιπέρι περιοδικό, αλάτι ιμαλαϊων ιδιότητες, αλάτι μεσολογγίου, αλάτι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αλάτι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αλάθητος στα βουλγαρικά - съвсем прост, безопасен, безкрайно лесно
  • αλάνθαστος στα βουλγαρικά - непогрешим, безпогрешен, непогрешимо, непогрешими, непогрешимото
  • αλέθω στα βουλγαρικά - лорд, мелене, смилане, зубрене, работя усилено, меля
  • αλέτρι στα βουλγαρικά - плуг, рало, плуга, на плуга, плужно
Τυχαίες λέξεις
Αλάτι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сол, негова, соли, сол на