Αμάξωμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αμάξωμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шаси, шасито, шасита, стенд, на шасито
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμάξωμα
αμάξωμα σασί, κινητό αμάξωμα, αμάξωμα αυτοκινήτου, αυτοφερόμενο αμάξωμα, αμάξωμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αμάξωμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αμάθεια στα βουλγαρικά - невежество, незнание, невежеството, незнанието, непознаване
- αμάλγαμα στα βουλγαρικά - амалгама, смеся, амалгамата, амалгами, смесица, на амалгама
- αμάραντος στα βουλγαρικά - амарант, щир, Амарантът, Amaranth, Амарантът се
- αμέθυστος στα βουλγαρικά - аметист, аметисти, аметиста
Τυχαίες λέξεις
Αμάξωμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: шаси, шасито, шасита, стенд, на шасито
Μεταφράσεις: шаси, шасито, шасита, стенд, на шасито