Αμύνομαι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
се защитавам, се защитя, да се защитя, защитя себе си, се отбранявам
Αμύνομαι στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμύνομαι

αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αμύνομαι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αμόνι στα βουλγαρικά - наковалня, наковалнята, поемаща част, поемаща, поемащата
  • αμύγδαλο στα βουλγαρικά - бадем, бадемово, бадеми, бадемова, бадемов
  • αν στα βουλγαρικά - ако, дали, ако е, при
  • ανά στα βουλγαρικά - съгласно, на, за, по, един, всеки
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: се защитавам, се защитя, да се защитя, защитя себе си, се отбранявам