Αναβλύζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αναβλύζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кладенец, излияние, излияния, поток, струя, избликвам, бликам
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναβλύζω
αναβλύζω λεξικό, αναβλύζω αοριστος, αναβλύζω συνώνυμο, αναβλύζω συνώνυμα, αναβλύζω βικιλεξικο, αναβλύζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αναβλύζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αναβαθμίζω στα βουλγαρικά - ъпгрейд, надграждане, надстройка, обновяване, надстройване
- αναβιώνω στα βουλγαρικά - съживявам, съживи, съживяване, се съживи, възроди
- αναβολή στα βουλγαρικά - отлагане, отлагането, отсрочване, забавяне
- αναβοσβήνω στα βουλγαρικά - мигам, мига, мигат, примигва, премигва
Τυχαίες λέξεις
Αναβλύζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кладенец, излияние, излияния, поток, струя, избликвам, бликам
Μεταφράσεις: кладенец, излияние, излияния, поток, струя, избликвам, бликам