Αντοχή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αντοχή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мъжество, имунитет, съпротивление, устойчивост, съпротива, резистентност, устойчивост на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντοχή
αντοχή των υλικών, αντοχή στο τρέξιμο, αντοχή υλικών σημειώσεις, αντοχή σε εφελκυσμό, αντοχή υλικών pdf, αντοχή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αντοχή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αντλία στα βουλγαρικά - помпа, сърце, помпата, на помпата, помпи
- αντλώ στα βουλγαρικά - извлече, произтичат, извличат, извлекат, произтича
- ανυπάκουος στα βουλγαρικά - непокорен, непослушен, непокорни, непокорните
- ανυπακοή στα βουλγαρικά - непослушание, непокорство, неподчинение, непокорството, неподчинението
Τυχαίες λέξεις
Αντοχή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мъжество, имунитет, съпротивление, устойчивост, съпротива, резистентност, устойчивост на
Μεταφράσεις: мъжество, имунитет, съпротивление, устойчивост, съпротива, резистентност, устойчивост на