Απερίσκεπτος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: απερίσκεπτος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
необмислен, невнимателен, неделикатен, необмислено, невнимателни
Απερίσκεπτος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απερίσκεπτος

απερίσκεπτος σημασια, απερίσκεπτος συνώνυμο, απερίσκεπτος συνωνυμα, απερίσκεπτοσ τι σημαινει, απερίσκεπτος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, απερίσκεπτος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • απελπισμένος στα βουλγαρικά - безнадежден, безнадеждно, безнадеждна, безнадеждни, безнадеждното
  • απενεργοποιώ στα βουλγαρικά - правя неспособен, деактивирате, забраните, изключите, деактивиране
  • απεργία στα βουλγαρικά - стачка, удар, стачката, упражняване
  • απεργοσπάστης στα βουλγαρικά - доносчик, измъквам се, Финк, Fink, доноснича
Τυχαίες λέξεις
Απερίσκεπτος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: необмислен, невнимателен, неделикатен, необмислено, невнимателни